- μπαταλεύω
- αμετ.1) становиться слишком жирным, обрюзгшим, неповоротливым; 2) становиться громоздким, тяжёлым; 3) дурнеть, становиться непривлекательным
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαταλεύω — μπαταλεύω, μπατάλεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μπαταλεύω — [μπατάλης] 1. γίνομαι μπατάλης, γίνομαι χοντρός, πλαδαρός, άχαρος και δυσκίνητος … Dictionary of Greek
μπαταλεύω — μπατάλεψα, γίνομαι δυσκίνητος, πλαδαρός, άχαρος: Από τότε που σταμάτησα τη γυμναστική μπατάλεψα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπατάλεμα — το [μπαταλεύω] το να γίνεται κανείς μπατάλης … Dictionary of Greek